νευτώνειος

νευτώνειος
-α, -ο
αυτός που ανήκει στο μεγάλο Άγγλο μαθηματικό Νεύτωνα. Νευτώνεια μηχανική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νευτώνειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Νεύτωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεύτων. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”